πραϋλόγος

πραϋλόγος
πρᾱϋ-λόγος, , ,
A gentle in speech, Erinn.2 in PSI9.1090.32 (παυρο- codd.Stob.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πραϋλόγος — ὁ, ἡ, Α αυτός που μιλά με πραότητα, ήμερα, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • πραυλόγω — πραυλόγος gentle in speech masc nom/voc/acc dual πραυλόγος gentle in speech masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραυλόγοι — πραυλόγος gentle in speech masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυρολόγος — ον, Α πραϋλόγος*. αυτός που μιλάει ήσυχα, γλυκά, με πράους λόγους, γλυκομίλητος («παυρολόγοι πολιαί», Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός» + λόγος*. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πραϋλόγος (< πρᾶος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”